- ἱστάνειν
- ἱστάνωpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστάνω — ἱστάνω (Α) ίστημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το απρμφ. ἱστάναι τού ενεστ. ἵστημι δημιουργήθηκε παράλλ. τ. ἱστάνειν και εν συνεχεία υποχωρητικά θεματικός ενεστ. ἱστάνω] … Dictionary of Greek